Η Παγκόσμια Ημέρα κατά του παιδικού Καρκίνου γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο στις 15 Φεβρουαρίου και θεσπίστηκε το 2002 από το διεθνή οργανισμό κατά του παιδικού Καρκίνου (CCI).
Ο καρκίνος είναι μια τρομακτική λέξη, ειδικά για τους γονείς που μπορεί να βρουν τον κόσμο τους να καταρρέει όταν τα παιδιά τους διαγιγνώσκονται με την ασθένεια.
Σήμερα ο καρκίνος είναι μια ασθένεια που συνδέει αμέτρητες κοινότητες και οικογένειες παγκοσμίως.
Με την παροχή κατάλληλης ιατρικής φροντίδας, περίπου το 80% των παιδιών ξεπερνούν τον καρκίνο και μπορούν να έχουν μια πλήρη και υγιή ζωή.
Ωστόσο, πολλά παιδιά σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος δεν λαμβάνουν πλήρη φροντίδα και, κατά συνέπεια, εκεί να εμφανίζεται πάνω από το 90% των παιδικών θανάτων από καρκίνο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισημαίνει ότι η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή ιατρική περίθαλψη αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά επιβίωσης, αλλά πολλά παιδιά σε οικογένειες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν λαμβάνουν τη σωστή θεραπεία
Είναι αναγκαία η μαζική ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και ανταπόκριση στην καταπολέμηση του παιδικού καρκίνου για να μπορέσει να δοθεί η κατάλληλη φροντίδα, τόσο ιατρική όσο και ψυχολογική σε κάθε παιδί και κάθε οικογένεια, έτσι ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες καταπολέμησης τους.
Ο παιδικός καρκίνος αφορά λιγότερο από 1% όλων των καρκίνων
Ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας αναφέρεται σε καρκίνους σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Δεδομένου ότι η γήρανση είναι ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες εμφάνισης των καρκίνων, ο παιδικός καρκίνος είναι πολύ πιο σπάνιος στα παιδιά.
Παρ ‘όλα αυτά, 300.000 παιδιά διαγιγνώσκονται με την ασθένεια κάθε χρόνο παγκοσμίως, ενώ στην Ελλάδα περίπου 300.
Οι καρκίνοι παιδικής ηλικίας αποτελούν λιγότερο από το 1% όλων των καρκίνων που διαγνώστηκαν παγκοσμίως.
80% ποσοστό επιβίωσης
Το ποσοστό επιβίωσης των παιδικών καρκίνων την τελευταία πενταετία είναι 80%, κάτι το οποίο αποτελεί ένα μεγάλο άλμα από το 58% στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση παιδικού καρκίνου
Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί μόνο λίγοι παράγοντες κινδύνου για τους παιδικούς καρκίνους . Αυτοί περιλαμβάνουν την ιοντίζουσα ακτινοβολία και την χορήγηση ορμόνης διαιθυλοστιλβεστρόλης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (πρόκειται για μια παλιά θεραπεία που δεν εφαρμόζεται πλέον).
Επίσης, η γενετική προδιάθεση κάθε ατόμου (οικογενειακό ιστορικό καρκίνων) παίζει σημαντικό ρόλο.
Τέλος,Έρευνες έχουν δείξει ότι ιοί, όπως ο Epstein-Barr, η Ηπατίτιδα-Β, ο έρπης και ο ιός του AIDS (HIV) μπορεί επίσης να συμβάλουν στην αύξηση του κινδύνου για μερικούς καρκίνους της παιδικής ηλικίας.
Συχνότερες μορφές παιδικού καρκίνου
Τα είδη καρκίνων στην παιδική ηλικία διαφέρουν σημαντικά από εκείνα των ενήλικων. Γενικότερα, η λευχαιμία αποτελεί περίπου το ⅓ όλων των καρκίνων της παιδικής ηλικίας.
Άλλες πιο συχνές μορφές καρκίνου στα παιδιά είναι τα λεμφώματα και οι όγκοι του κεντρικού νευρικού συστήματος καθώς και το νευροβλάστωμα, το νεφροβλάστωμα, το μυελοβλάστωμα και το ρετινοβλάστωμα μυελοβλάστωμα και αμφιβληστροειδοβλάστωμα.
Μορφές καρκίνου που δεν συναντάμε στα παιδιά
Ενώ η λευχαιμία είναι ο συχνότερη μορφή καρκίνου στα παιδιά, οι καρκίνοι του μαστού, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου ή του ορθού είναι πολύ σπάνιοι στα παιδιά.
Επίσης, η γενετική προδιάθεση κάθε ατόμου (οικογενειακό ιστορικό καρκίνων) παίζει σημαντικό ρόλο.
Καθυστερημένη ανίχνευση των συμπτωμάτων του παιδικού καρκίνου
Τα περισσότερα συμπτώματα του καρκίνου στα παιδιά δεν είναι συγκεκριμένα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να καθυστερήσουν την ανίχνευση του.
Συνήθως, τα παιδιά σε χώρες υψηλού εισοδήματος, που λαμβάνουν συνεχή ιατρική φροντίδα, έχουν μεγάλη πιθανότητα να διαγνωστούν νωρίς.
Αυτό βελτιώνει και τις πιθανότητες επιβίωσής τους. Το ίδιο όμως δεν μπορεί να ειπωθεί για τα παιδιά σε χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Το κόστος του παιδικού καρκίνου μεσοπρόθεσμα
Η εμφάνιση παιδικού καρκίνου μπορεί να φανεί επιζήμια για την μετέπειτα ζωή τους
Η χημειοθεραπεία, η ακτινοβολία και η χειρουργική επέμβαση μπορούν να επηρεάσουν μελλοντικά τις γνωστικές τους ικανότητες, την όραση, την ακοή, και να επιφέρουν ενδοκρινικά προβλήματα, προβλήματα των μυών και των οστών και καρδιακές ανωμαλίες.