Μια μητέρα πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει πως η κόρη της έχει εξαφανιστεί και την ψάχνει, ενώ τελικά η ίδια είχε πουλήσει την κόρη της στους δράστες. –
Μάλιστα δεν ντράπηκε να δώσει και φωτογραφία στο «Χαμόγελο του Παιδιού» για να αναζητήσουν την κόρης της.
Ο ένας εκ των δύο απαγωγέων που είχαν έρθει σε συνεννόηση με την μητέρα καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών για το αδίκημα της ασέλγειας σε ανήλικη, έναντι αμοιβής, σε κάθειρξη 6 ετών, χρηματική ποινή 50.000 ευρώ και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 3 χρόνια.
Το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επικύρωσε την ποινή που έχει επιβληθεί στον έναν δήθεν απαγωγέα, απορρίπτοντας την αναίρεση κατά της καταδικαστικής εφετειακής απόφαση.
Ακόμα απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι που προέβαλε και παράλληλα δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Το 2013 ο Ρομά ήρθε στην Ελλάδα με τη σύζυγό του και τις τέσσερις κόρες τους, εκ των οποίων η μεγαλύτερη ήταν τότε 10 ετών. Όταν εγκαταστάθηκαν, ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με δύο αλλοδαπούς και συνεργάστηκαν επαγγελματικά στη συλλογή χαρτονιών.
Δύο χρόνια μετά -και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2015- ο ένας εκ των δύο φίλων της οικογένειας, σε συνεννόηση με τη μητέρα της 12χρονης πλέον, μπήκε στο σπίτι τους σε ώρα που ο σύζυγος και οι υπόλοιπες κόρες τους κοιμόντουσαν και η μητέρα απουσίαζε. Τότε προέτρεψε τη 12χρονη να τον ακολουθήσει και εκείνη, αφού πήρε μαζί της μια τσάντα με ρούχα, πήγε μαζί του.
Την ανήλικη οδήγησε αρχικά σε ένα σπίτι ομοεθνών φίλων του στην Αθήνα, όπου διέμειναν για 5 μέρες και στη συνέχεια την πήγε στο δικό του σπίτι, όπου παρέμειναν έως τις 2 Μαΐου 2015.
Η ανήλικη παρέμεινε κλειδωμένη μέσα στο σπίτι και δεν μπορούσε μόνη της να βγει έξω. Το διάστημα από 24/4/2015 έως 2/5/2015 ερχόταν σε κατά φύση συνουσία -και μάλιστα χωρίς προφύλαξη- με τον έναν οικογενειακό φίλο, ενώ μέχρι τότε δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με άλλον άνδρα.
Όλη αυτή την περίοδο η μητέρα προσποιούνταν ότι δεν ήξερε τίποτα για τη 12χρονη κόρη της. Έτσι, μαζί με τον σύζυγό της πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα και δήλωσαν την εξαφάνισή της. Για να γίνει ακόμα πιο πειστική , η μητέρα έδωσε και φωτογραφία στο «Χαμόγελο του Παιδιού» προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την ανεύρεσή της. Η μητέρα χωρίς ίχνος ντροπής επικοινωνούσε καθημερινά με τον άνθρωπο που κρατούσε την κόρη της όλη αυτή την περίοδο.
Ξαφνικά, όμως, η ίδια είπε στον σύζυγό της ότι μετά από δική της έρευνα εντόπισε την κόρη τους στο σπίτι των οικογενειακών τους φίλων. Ετσι, πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα και δήλωσαν πού βρίσκεται η «εξαφανισθείσα» κόρη τους. Όπως αποδείχθηκε, η μητέρα προέβη σε αυτή την κίνηση καθώς ο ένας εκ των φίλων δεν εκπλήρωσε τις οικονομικές υποσχέσεις του ως προς την «πώληση» της 12χρονης.
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, ο οικογενειακός φίλος είχε πείσει την ανήλικη «να τον ακολουθήσει εν αγνοία του πατέρα της και μετά από συμφωνία με τη μητέρα της προκειμένου να έρθει μαζί της σε σαρκική επαφή, παρέχοντας χρηματικά ανταλλάγματα στη μητέρα της, στην οποία κατέβαλε 20 με 30 ευρώ ημερησίως, ενώ είχε υποσχεθεί να της καταβάλει ακόμη τμηματικά 10.000 ευρώ». Τα 10.000 ευρώ που υποσχέθηκε να δώσει τα δικαιολόγησε στη συνέχεια ως καπάρο για τον μελλοντικό γάμο του με την ανήλικη.
Ωστόσο, σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού, «τα ανταλλάγματα που έδωσε και υποσχέθηκε να δώσει προς τη μητέρα της ο κατηγορούμενος αποτελούσαν αμοιβή για τις ασελγείς πράξεις του με την ανήλικη και όχι παροχή περί μέλλοντος γάμου με αυτή, καθώς τον επικείμενο γάμο θα γνώριζε ο πατέρας της ανήλικης, αλλά και η ίδια η ανήλικη». Η μητέρα προτού πει στον σύζυγό της ότι βρήκε την κόρη της είχε πάει στο σπίτι των οικογενειακών φίλων τους ζητώντας 500 ευρώ για τις ”υπηρεσίες” που προσέφερε η κόρης της.Όμως της είπαν ότι δεν μπορούν να δώσουν αυτά τα χρήματα. Την ίδια εκείνη ημέρα η ανήλικη εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή 4-5 φορές με τον ένα φίλο της.
Εκείνη, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, ”την καθησύχασε συμβουλεύοντάς την και λέγοντάς της ότι όλα είναι εντάξει, παρακινώντας τη με τον τρόπο αυτό να συνεχίσει να παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες στον κατηγορούμενο, για τις οποίες η ίδια (η μητέρα) είχε λάβει και θα ελάμβανε τα συμφωνηθέντα χρήματα ως ανταμοιβή.”